ΑΠΑΤΡΙΔΕΣ
Εμείς οι απάτριδες
πάνω σε κόκκινο χαλί βαλμένοι
με τα σκονισμένα μας παπούτσια,
με τα μαλλιά αφρόντιστα.
Έτοιμοι για χειραψίες-ρυμουλκά.
Τις εσωτερικές μας σκάλες ανεβοκατεβαίνουν χρησμοί
μέχρι που σπάνε από καθαριότητα.
Κλέβουμε ένα χαμόγελο, μια λέξη, αλλά δεν πλουταίνει
ούτε η γλώσσα ούτε η καλοσύνη μας.
Περιμένουμε εδώ ανέκδοτα ερωτηματοιλόγια,
κάποια μορφή αφαλάτωσης, είναι μια δήλωση
που υποστέλλεται δηλαδή
και μια υπογραφή ακόμη που λείπουν
μια φωτογραφία μας όταν κλοτσάμε αβαθή νερά,
τέτοια που δεν σηκώνουν κύματα.
Ούτε αντιρρήσεις.
***
ΤΟΠΙΟ 1
Όταν πέρασα τα σύνορα
το τοπίο ήταν γνώριμο και οι φρουροί φιλικοί,
οι στολές κάπως τσαπατσούλικα φορεμένες
– είναι αλήθεια.
Το χέρι έτρεμε στο χαιρετισμό
η γλώσσα δίσταζε να προφέρει ξένες λέξεις
κι απ’ τα μάτια κρέμονταν χαμόγελα αφόρετα.
Ο ήλιος έλαμπε
το πράσινο ανακατευόταν με το μπλε,
η βροχή δυστροπούσε.
Μια καληνύχτα μάς σκέπασε αφίλητους.
*Από τη συλλογή “Η άστεγη μέρα”, Εκδόσεις Μελάνι, 2014 (σελ. 32 και 44).