Γιώργος Δάγλας, Η μάνα νύχτα

Πλησίασε να καταθέσει τον πενιχρό της οβολό
στα πέτρινα χέρια των αγνοούμενων.
Εν μέσω αρχαγγέλων κι ανταρτών.
Με φανταχτερό διάδημα και κόκκινο βελούδο.
Οπλισμένη.
Ξυπόλυτη και ξάγρυπνη.
Πλησίασε ευλαβικά η μάνα νύχτα
κρατώντας την ανάσα στην προσμονή
της έκρηξης.
Πλησίασε κι έβαλε το λαιμό της
κάτω απ’ το λεπίδι των γνωστικών.
“Ας έρθουν τώρα”. Είπε.
“Ας έρθουν οι υπάλληλοι. Ας έρθει η πουτάνα η
μέρα.
Από την Ιθάκη ας έρθουν. Κι από την Πέλλα.
Εγώ θα χωθώ, να κοιμηθώ λίγο, εδώ,
στις τσέπες των πουλημένων, των προδομένων,
των σακατεμένων απ’ αγάπη. Ας έρθουν”.
Απομακρύνθηκε. Άφησε πίσω τον τόπο του
κρανίου.
Του κρανίου που σήμαινε:
Έτσι θα δοθείς στην κοινωνία. Ούτε λογοτεχνικά
άλλοθι, ούτε έρωτες θα σε σώσουν. Όπως οι
πρωθύστεροι
και οι μετέπειτα θα συρθείς στη δίνη μου.
Στο προσωπικό μου κενό θ’ αφομοιωθείς.
Απομακρύνθηκε.
Πίσω, Σαν κομμένη ουρά φιδιού, σφάδαζε το πάθος.

*Από τη συλλογή «Το μαύρο χιόνι» (εκδ. Ελλέβορος)

One response to “Γιώργος Δάγλας, Η μάνα νύχτα

  1. ΠΟΛΗ και νυχτα

    Βαθυς νυχτερινος ουρανος,
    ξαπλωμενος σ’εξι οροφους του υπνου.
    Μπρος σε σεληνη θαμπη,
    ριγηλες δρομαδες καμηλες.
    τρεμοφεγγουν οι υγρες τους κοιλιες,
    οσο η αχω τις κεντριζει

Leave a comment