δεν είναι κάτι μεγαλειώδες -αυτό ποτέ δεν συνέβη- αλλά να θα έπρεπε να υπήρχε μια φωνή ένα χέρι ή ένας χάρτης την ώρα που ο Αύγουστος εξατμίζεται και τα χαρτιά μας δεν ταξίδεψαν
το να γελάς δυνατά λίγο πριν πέσει το σκοτάδι δεν θα αλλάξει τίποτα μόνο ένα ζεστό κύμα θα έρθει να χαϊδέψει το μέτωπο σου
το σκοτάδι θα διαλυθεί δες τούτη την πολιτεία δεν την ανακάλυψε ποτέ κανείς
IV Κορίτσι μικρό τρέμει φοβάται παλεύ- εί τα ποιήματα
V Υπάρχει μόνο η παιδική ηλικία και ο θάνατος. Και ανάμεσά τους, τίποτα…
Τον έρωτα τι μου ζητάς αιώνια να σφραγίσεις; Τα ψέματα του σύμπαντος πως θέλεις να λυγίσεις λες
Το όλον που ερωτεύτηκες εχάθηκε στο πάντα κλέω
VI Ποθούμε να σκοτώσουμε τον Θάνατο, αλλά αιρωτευτήκαμε στη βασιλεία Του η γραμματεία Του σαρώνει τους γραμματικούς και η γραμματική το φύλο, μας διαψεύδει οι λέξεις μας κομπάζουν, το σώμα μας δαμάζουν
VII Στη μήτρα μου επιτελείται το ασύλληπτο στη γλώσσα μου τυλίγεται το χάος εσύ στην πίστη σου τυφλώνεσαι κι εγώ στις λέξεις μου φοβάμαι
*Από τη συλλογή “Ταυ Είκοσι οκτώ ριπές και ένα πολεμικό ανακοινωθέν”, εκδόσεις θράκα, 2022.
Ταξιδεύει στη θάλασσα, καβαλάρης του ανέμου πέρα, σε τόπους μακρινούς φέρνει το καράβι του και δεν αφήνει πίσω του μήτε το σημάδι που αφήνει το πουλί μέσα στο σύννεφο.
*
Η πίκρα της αγάπης
Πόσο όμορφη είναι, ανοίγοντας το παράθυρο μαργαριτάρι κοίτα πώς λυγίζει με χάρη, πώς κυματίζουν τα μαλλιά της. Τώρα μπορείς να δεις ακόμα και τα δάκρυά της να λάμπουν. Μόνον εκείνον που αγαπά και την πικραίνει δεν μπορείς να δεις.
*
Περιπλανήσεις
Το καλό κρασί του Λαν Λινγκ, μυρωδάτο, με βότανα, σαν το κεχριμπάρι λάμπει στις κούπες από νεφρίτη. Αν ο νοικοκύρης μπορέσει τους καλεσμένους του να μεθύσει ίσως τα καταφέρουν την ξενιτιά για λίγο να λησμονήσουν.
*
Σιγαλιά
Μια αχτίδα στο κρεβάτι μου, αιχμάλωτη, λάμπει. Να΄ ναι το χνάρι της δροσιάς, αναρωτιέμαι. Σηκώνομαι και βλέπω πως είναι το φεγγάρι. Ξαπλώνω πάλι – και τότε θυμάμαι το σπίτι μου.
Έκανε όλες τις δουλειές που της προκύπταν-Να κουβαλάει στην αγορά στοίβες καφάσια-Και να νομίζει πως δουλεύει σε χωράφια-Που φορτωμένα με λεμόνια και κεράσια-Ή σε γραφεία σκοτεινά της Ομονοίας-Τα βυθισμένα στις στοές δίχως μια γρίλια-Και να νομίζει ότι εργαζόταν στη Σελήνη-Με φως που ερχόταν από άλλο Γαλαξία-Μα πιο πολύ απ’ τις δουλειές της προτιμούσε-Στα κοιμητήρια να ανάβει καντηλάκια-Για όσους δεν δύνανται απ’ το γήρας ή απ’ αρρώστια-Να πάν’ εκείνοι και πολύ αργοπορούσαν-Των τεθνεώτων οι ψυχές να φωτιστούνε-Έτσι τις φώτιζε εκείνη και μιλούσε-Σαν τη συγγένισσα σε άγνωστους ανθρώπους-Που του Κενού την Πόρτα είχανε περάσει-Άλλοι νεότεροι-Κι άλλοι ηλικιωμένοι-Όλοι στο Σύμπαν που επιστρέφουμε μονάχοι-Και σαν τελείωνε-Μια απέραντη γαλήνη-Μακριά απ’ τον κόσμο της ζωής μα και της βίας-Λες και στον τόπο του θανάτου-Κανείς φόβος-Ούτε μια νύξη απανθρωπιάς και κακουργίας-Ώσπου στο τέλος τη Μητρόπολη αφήνει-Σε ένα νησί βρίσκει ένα δρόμο να απομείνει-Μπαλώνει δίχτυα σε μια τράτα και ψαρεύει-Μαθαίνει ανέμους να μπορεί να ταξιδεύει-Σαν να να’ ναι αδέρφια της μικρά που προστατεύει-Μαΐστρος- Ζέφυρος-Βορέας και Αργέστης-Μα πάντα έχει στο μυαλό τα καντηλάκια-Που χρόνια άναβε-Στο σούρουπο-Και εκοίτα-Να τρεμοσβήνουν απ’ τον άνεμο που εφύσα-Ψυχές ανθρώπων που δεν ήξερε-Αλλ’ αγάπα-Να τις φωτίζει έστω με το δικό της χέρι-Έκανε όλες τις δουλειές που της προκύπταν-Να κουβαλάει στην αγορά στοίβες καφάσια-Και να νομίζει πως δουλεύει σε χωράφια-Που φορτωμένα με λεμόνια και κεράσια-Ή σε γραφεία σκοτεινά της Ομονοίας–Τα βυθισμένα στις στοές δίχως μια γρίλια-Και να νομίζει ότι εργαζόταν στη Σελήνη-Με φως που ερχόταν από άλλο Γαλαξία-
*
Κύκνος
Λένε πως ένας ιός χτύπησε τη γη κι εμείς είμαστε αγκαλιασμένες σε μπούνκερ πυρηνικής καταστροφής-Μια τηλεόραση στο βάθος ανοιχτή-Όπου μας ανακοινώνεται από την εξουσία-Κάθε απόγευμα-Η θλιβερή λίστα των τεθνεόντων-Στον μονότονο τόνο που έχουν οι υγειονομικοί και υπουργοί-Στο μπούνκερ κι ένας πληγωμένος κύκνος που το ‘σκασε από λίμνη θεματικού πάρκου για να σωθεί-Φοράει μάσκα αερίου και αλεξίσφαιρο γιλέκο γιατί κάποιος που ‘χασε τα λογικά του-Αφού έδειξε στους μπάτσους της βεβαιώσεως εξόδου το χαρτί-Εκανε τον κύκνο στόχο σκοποβολής-Τον κύκνο τον τοποθετούμε στον ουρανό με σεμνή τελετή από μια χαραμάδα φωτός όταν η Σελήνη είναι λαμπρή-Η Νέμεση μόλις αποπλανήθηκε απ’ τον Δία και πήρε όλες τις μορφές που μπορεί-Στο τέλος ως χήνα κι εκείνος ως κύκνος πλαγιάζουν μαζί-Το αυγό που θα κάνουν θα δοθεί στη Λήδα-Με δύο αγόρια και δύο κορίτσια-Ο Κάστορας κι ο Πολυδεύκης-Η Ελένη κι η Κλυταιμνήστρα-Οι φοβέρες τους μοίρες κλωσμένες απ’ της Κλωθώς την κλωστή-Ο Κύκνος θα γίνει από τον Δία αστερισμός που θα φωτίζει τη νύχτα-Ο βασιλιάς των θεών και των ανθρώπων τη σεβόταν ως θεία-Ύστερα ακούγοντας της Μητρόπολης τη σιωπή-Πιο βαθιά από οποιοδήποτε θόρυβο έχει ακουστεί-Ψωνίζουμε με κουπόνια τρόφιμα-Προσέχοντας των λαθρεμπόρων τη γλώσσα τη συνθηματική-Τα ανταλλάσσουμε με του Κύκνου την αστρόσκονη-Που την επεξεργάζονται και φτιάχνουν αμφεταμίνες για τα τα παιδιά των διαμερισμάτων που δεν έχουνε κέφια-Μασάνε τα σύννεφα σαν να μασάνε τσίχλα και σκοτώνουν χωρίς να ντρέπονται στα κινητά-Ατέλειωτα-Τα πρόσωπά μας με των ανταρτών την εκδοχή- Λένε πως ένας ιός χτύπησε τη γη κι εμείς είμαστε αγκαλιασμένες σε μπούνκερ πυρηνικής καταστροφής-Μια τηλεόραση στο βάθος ανοιχτή-Όπου μας ανακοινώνεται από την εξουσία-Κάθε απόγευμα-Η θλιβερή λίστα των τεθνεόντων-Στον μονότονο τόνο που έχουν οι υγειονομικοί και υπουργοί-
*Από τη συλλογή “Κάθαρμα”, εκδόσεις ΟδόςΠανός, 2020.
Φτωχή γη όλο χαλίκι εσύ μού ‘μαθες τον ήλιο και τις σκιές της σελήνης και τους ρεμβασμούς της ηδονής
σε βλέπω ακόμα τριχωτέ φαύνε με τα σκιστά μάτια χοροπηδάς κατεβαίνοντας το βουνό κλωτσάς τους θάμνους του Αυγούστου νιώθω την τραγίλα σου ανάκατη με τις οσμές του θυμαριού ά τι αλλοκοτιές αισθητήριες χαρές της μοίρας
*Από την ενότητα “7χ3” που περιλαμβάνεται στον τόμο “Μάτση Χατζηλαζάρου, Ποιήματα 1944-1985”, εκδ. Ίκαρος, 2021.
Από τα πολιτεύματα ανώτερο μακράν η δεσποτεία του Έρωτα Έρωτας ίσον δικτάτορας Απόλυτος Αμείλικτος Ανεξέλεγκτος Εντελής Ιδιοτελής Αλυσιτελής Συλλέκτης σφυγμών Συλλέκτης στιγμών Υποκινητής ατομικών πραξικοπημάτων καθολικής εκ προοιμίου αποδοχής Αποδομώντας έστω κάτι από αυτά Έρωτας ίσον θέατρο σκιών Σκηνικό θαμπό γυαλί Πλαστογραφημένος πίνακας Παράφωνη σιωπή Ρέπλικα εν στύσει Αίμα νερομπογιά Κουμπί παράταιρο στο διάτρητο πουκάμισο του κόσμου Από τα πολιτεύματα ανώτερο μακράν η δεσποτεία του Έρωτα Για λόγους ευνοήτους επιπροσθέτως και το πλέον βραχύβιο Σπάνιο να βγάλει δεύτερη σαιζόν
It’s in the perilous boughs of the tree out of blue sky the wind sings loudest surrounding me. And solitude, a wild solitude ’s reveald, fearfully, high I’d climb into the shaking uncertainties, part out of longing, part daring my self, part to see that widening of the world, part to find my own, my secret hiding sense and place, where from afar all voices and scenes come back —the barking of a dog, autumnal burnings, far calls, close calls— the boy I was calls out to me here the man where I am “Look! I’ve been where you most fear to be.”
Παιδικό καταφύγιο
Είναι στα επικίνδυνα κλαδιά του δέντρου από τον γαλάζιο ουρανό ο άνεμος τραγουδάει πιο δυνατά γύρω μου. Και η μοναξιά, μια άγρια μοναξιά είναι αποκαλυπτική, φοβισμένη, ψηλά θα σκαρφαλώσω στην τρεμάμενη αβεβαιότητα, εν μέρει από λαχτάρα, εν μέρει τολμώντας τον εαυτό μου, εν μέρει για να δω Αυτή τη διεύρυνση του κόσμου, εν μέρει για να βρω το δικό μου, το μυστικό μου κρυμμένη αίσθηση και τόπο, όπου από μακριά όλες οι φωνές και οι σκηνές επιστρέφουν -το γάβγισμα ενός σκύλου, φθινοπωρινά εγκαύματα, μακρινές κλήσεις, κοντινές κλήσεις – το αγόρι που ήμουν μου φωνάζει εδώ ο άντρας που είμαι “Κοίτα! Έχω βρεθεί εκεί που εσύ είσαι που φοβάσαι περισσότερο να βρεθείς.”
*Από το “Ground Work: Before the War”, New Directions. Απόδοση: Δημήτρης Τρωαδίτης.
Οι άνθρωποι το πιο συχνά δεν ξέρουν τι να κάνουνε τα χέρια τους Τα δίνουν –τάχα χαιρετώντας– σ’ άλλους Τ’ αφήνουνε να κρέμονται σαν αποφύσεις άνευρες Ή –το χειρότερο– τα ρίχνουνε στις τσέπες τους και τα ξεχνούνε Στο μεταξύ ένα σωρό κορμιά μένουν αχάιδευτα Ένα σωρό ποιήματα άγραφα
*Περιλαμβάνεται στο “Η φωνή της σιωπής”, Εκδόσεις “Νεφέλη”, Αθήνα 2006.
Βρε κακορίζικο γουρούνι θα με ρίξεις στις λάσπες με το σκουπιδιάρικο κάρο σου! Αδελφέ! — αν ήμασταν πλούσιοι θα φουσκώναμε τα στήθη και θα κρατούσαμε ψηλά το κεφάλι! Είναι τα όνειρα που μας έχουν καταστρέψει. Δεν έχουμε να καμαρώσουμε για τίποτα πια ούτε για τα άλογα ούτε για τα ηνία που κρατάμε. Καθόμαστε σκυφτοί και κλαίμε παρέα τη μοίρα μας. Λοιπόν ― όλα τα πράγματα στο τέλος βγάζουν μια πίκρα είτε πας από τα δεξιά είτε από τα αριστερά επίσης ― δεν είναι κακό πράγμα τα όνειρα.
χρωστάω στον κόσμο μία εξήγηση δεν έχω τίποτα να προσθέσω ικανοποιημένος δηλώνω από όλα όσα χάθηκαν κι από όλα εκείνα ακόμη που επρόκειτο να χαθούν μη θέλοντας τίποτα άλλο παρά να απολαύσω με καθαρή καρδιά αυτήν την τελεσίδικη περιδίνηση μέχρι το τίποτα της καταγωγής τους