Κατερίνα Γώγου, Ο Μήνας των Παγωμένων Σταφυλιών (αποσπάσματα)

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και ήρθε -και χάμω- στα γόνατα έπεσα
και χωμάτινος βόλος έγινα
και μέσα μου κύλησα
και σε μιά ανάσα της ψυχης μου
που είχε μείνει φέγγερη
-εκεί ακούμπησα
κι έκλαιγα νερό. Νερά πολύ.
Κι όσο νερό έβγαλα
νερό δεν είχε για μένα
στέρεψα – λέπια – γοργόνα έγινα
κι ο άνθρωπος φοβήθηκε ακόμα πιο πολύ…
Κι όταν τα μάτια άνοιξα
και πλάι και γύρω και παντού
μεγάλη λίμνη έγινε
που πλέανε αιωνόβια μικρούτσικα ανθάκια
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Μπορεί δίκαια…
Προκάλεσα μέ πάθος τή ζωή.
Ασέβησα δύο φορές γιατί τους ήξερα τους Νόμους.
Άσκησα την όραση για μακριά
κι έχασα τα κοντινά μου
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Δέντρο ήμουνα κι έσπασα
Μου σπάσαν όλα τα κλαδιά
γιατί εκεί τρέχανε τα ξεστρατισμένα παιδιά
να παίξουνε τους κρεμασμένους
Ρίζα με λένε τώρα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και ήρθανε και λιώσανε
τα νύχια του αετού από τη μοναξιά
Και τό ράμφος του μονάχος του γύρισε
μοναχός να πεθάνει
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Με βάραινε και το παλτό
με βάραινε και το μυαλό
και στάθηκα στη σιωπή
ν’ ακούσω τη σιωπή μου

Leave a comment